- φλαμινικα
- φλαμινίκαἡ Plut. = лат. flaminica
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φλαμινίκα — ἡ, Α σύζυγος συεφανηφόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. flaminica «σύζυγος τού στεφανηφόρου»] … Dictionary of Greek
φλαμινίκαν — φλαμινίκᾱν , φλαμινίκα flamen fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)